Translation meaning & definition of the word "moke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπνός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moke
[Μουσκεύω]/moʊk/
noun
1. British informal for donkey
- synonym:
- moke
1. Βρετανός άτυπος για το γαϊδουράκι
- συνώνυμο:
- μουσκεμένοσ