Translation meaning & definition of the word "mojo" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "μοτζο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mojo
[Μότζο]/moʊʤoʊ/
noun
1. A magic power or magic spell
- synonym:
- mojo
1. Μια μαγική δύναμη ή ένα μαγικό ξόρκι
- συνώνυμο:
- μότζο