Translation meaning & definition of the word "modifier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροποποιητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modifier
[Τροποποιητήσ]/mɑdəfaɪər/
noun
1. A content word that qualifies the meaning of a noun or verb
- synonym:
- modifier ,
- qualifier
1. Μια λέξη περιεχομένου που χαρακτηρίζει την έννοια ενός ουσιαστικού ή ρήματος
- συνώνυμο:
- τροποποιητήσ ,
- προκριματικόσ
2. A moderator who makes less extreme or uncompromising
- synonym:
- modifier
2. Ένας συντονιστής που κάνει λιγότερο ακραίο ή ασυμβίβαστο
- συνώνυμο:
- τροποποιητήσ
3. A person who changes something
- "An inveterate changer of the menu"
- synonym:
- changer ,
- modifier
3. Ένας άνθρωπος που αλλάζει κάτι
- "Ένας αλλαγμένος ανταλλάκτης του μενού"
- συνώνυμο:
- αλλαγή ,
- τροποποιητήσ
4. A gene that modifies the effect produced by another gene
- synonym:
- modifier ,
- modifier gene
4. Ένα γονίδιο που τροποποιεί το αποτέλεσμα που παράγεται από ένα άλλο γονίδιο
- συνώνυμο:
- τροποποιητήσ ,
- γονίδιο τροποποιητή