Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "modification" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροποποίηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Modification

[Τροποποίηση]
/mɑdəfəkeʃən/

noun

1. The act of making something different (as e.g. the size of a garment)

    synonym:
  • alteration
  • ,
  • modification
  • ,
  • adjustment

1. Η πράξη της δημιουργίας κάτι διαφορετικού (α π.χ. το μέγεθος ενός ενδύματος)

    συνώνυμο:
  • αλλαγή
  • ,
  • τροποποίηση
  • ,
  • προσαρμογή

2. Slightly modified copy

  • Not an exact copy
  • "A modification of last year's model"
    synonym:
  • modification

2. Ελαφρώς τροποποιημένο αντίγραφο

  • Όχι ακριβές αντίγραφο
  • "Τροποποίηση του προηγούμενου μοντέλου"
    συνώνυμο:
  • τροποποίηση

3. The grammatical relation that exists when a word qualifies the meaning of the phrase

    synonym:
  • modification
  • ,
  • qualifying
  • ,
  • limiting

3. Η γραμματική σχέση που υπάρχει όταν μια λέξη προσδιορίζει την έννοια της φράσης

    συνώνυμο:
  • τροποποίηση
  • ,
  • προκριματικόσ
  • ,
  • περιορισμός

4. An event that occurs when something passes from one state or phase to another

  • "The change was intended to increase sales"
  • "This storm is certainly a change for the worse"
  • "The neighborhood had undergone few modifications since his last visit years ago"
    synonym:
  • change
  • ,
  • alteration
  • ,
  • modification

4. Ένα γεγονός που συμβαίνει όταν κάτι περνά από τη μία κατάσταση ή φάση στην άλλη

  • "Η αλλαγή προοριζόταν για την αύξηση των πωλήσεων"
  • "Αυτή η καταιγίδα είναι σίγουρα μια αλλαγή προς το χειρότερο"
  • "Η γειτονιά είχε υποστεί λίγες τροποποιήσεις από την τελευταία του επίσκεψη πριν από χρόνια"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή
  • ,
  • τροποποίηση