Translation meaning & definition of the word "modicum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοντέλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modicum
[Μοντάζ]/mɑdɪkəm/
noun
1. A small or moderate or token amount
- "England still expects a modicum of eccentricity in its artists"- ian jack
- synonym:
- modicum
1. Μικρή ή μέτρια ή συμβολική ποσότητα
- "Η αγγλία εξακολουθεί να αναμένει ένα μόντικατ εκκεντρικότητας στους καλλιτέχνες της" - ίαν τζακ
- συνώνυμο:
- μόντικαπ