Translation meaning & definition of the word "modesty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετριοφροσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modesty
[Μετριοφροσύνη]/mɑdəsti/
noun
1. Freedom from vanity or conceit
- synonym:
- modesty ,
- modestness
1. Ελευθερία από ματαιοδοξία ή έπαρση
- συνώνυμο:
- μετριοφροσύνη ,
- ταπεινότητα
2. Formality and propriety of manner
- synonym:
- modesty ,
- reserve
2. Τυπικότητα και ευπρέπεια του τρόπου
- συνώνυμο:
- μετριοφροσύνη ,
- αποθεματικό
Examples of using
His modesty is worth respecting.
Η μετριοφροσύνη του αξίζει να τη σεβαστεί.