Translation meaning & definition of the word "modest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετριοπαθής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modest
[Μέτρια]/mɑdəst/
adjective
1. Marked by simplicity
- Having a humble opinion of yourself
- "A modest apartment"
- "Too modest to wear his medals"
- synonym:
- modest
1. Χαρακτηρίζεται από απλότητα
- Να έχεις μια ταπεινή γνώμη για τον εαυτό σου
- "Ένα μικρό διαμέρισμα"
- "Πολύ μέτριο να φορέσει τα μετάλλια του"
- συνώνυμο:
- μέτριος
2. Not large but sufficient in size or amount
- "A modest salary"
- "Modest inflation"
- "Helped in my own small way"
- synonym:
- modest ,
- small
2. Δεν είναι μεγάλο αλλά επαρκές σε μέγεθος ή ποσότητα
- "Μέτριο μισθό"
- "Μετριοπαθής πληθωρισμός"
- "Βοήθησε με τον δικό μου μικρό τρόπο"
- συνώνυμο:
- μέτριος ,
- μικρός
3. Free from pomp or affectation
- "Comfortable but modest cottages"
- "A simple rectangular brick building"
- "A simple man with simple tastes"
- synonym:
- modest
3. Απαλλαγμένος από τη λαβή ή τη συγκίνηση
- "Άνετα αλλά μέτρια εξοχικά σπίτια"
- "Ένα απλό ορθογώνιο κτίριο από τούβλα"
- "Ένας απλός άνθρωπος με απλές γεύσεις"
- συνώνυμο:
- μέτριος
4. Not offensive to sexual mores in conduct or appearance
- synonym:
- modest
4. Δεν είναι προσβλητικό για σεξουαλικά ήθη στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση
- συνώνυμο:
- μέτριος
5. Low or inferior in station or quality
- "A humble cottage"
- "A lowly parish priest"
- "A modest man of the people"
- "Small beginnings"
- synonym:
- humble ,
- low ,
- lowly ,
- modest ,
- small
5. Χαμηλός ή κατώτερος στο σταθμό ή την ποιότητα
- "Ένα ταπεινό εξοχικό"
- "Ένας ταπεινός ιερέας"
- "Ένας μετριοπαθής άνθρωπος του λαού"
- "Μικρές αρχές"
- συνώνυμο:
- ταπεινός ,
- χαμηλός ,
- χαμηλά ,
- μέτριος ,
- μικρός
6. Humble in spirit or manner
- Suggesting retiring mildness or even cowed submissiveness
- "Meek and self-effacing"
- synonym:
- meek ,
- mild ,
- modest
6. Ταπεινός με πνεύμα ή τρόπο
- Προτείνοντας την απόσυρση της ηπιότητας ή ακόμα και την αγελαδινή υποταγή
- "Πράος και αυτο-απευθυνόμενος"
- συνώνυμο:
- πράος ,
- ήπιος ,
- μέτριος
7. Limited in size or scope
- "A small business"
- "A newspaper with a modest circulation"
- "Small-scale plans"
- "A pocket-size country"
- synonym:
- minor ,
- modest ,
- small ,
- small-scale ,
- pocket-size ,
- pocket-sized
7. Περιορισμένος στο μέγεθος ή το πεδίο εφαρμογής
- "Μια μικρή επιχείρηση"
- "Μια εφημερίδα με μέτρια κυκλοφορία"
- "Σχέδιο μικρής κλίμακας"
- "Μια χώρα μεγέθους τσέπης"
- συνώνυμο:
- ανήλικος ,
- μέτριος ,
- μικρός ,
- μικρής κλίμακας ,
- μέγεθος τσέπης
Examples of using
Tom is very modest.
Ο Τομ είναι πολύ μετριόφρων.
Oh, don't be so modest.
Μην είσαι τόσο μετριόφρων.
Don't be so modest.
Μην είσαι τόσο μετριόφρων.