Translation meaning & definition of the word "modernize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκσυγχρονισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modernize
[Εκσυγχρονίζω]/mɑdərnaɪz/
verb
1. Make repairs, renovations, revisions or adjustments to
- "You should overhaul your car engine"
- "Overhaul the health care system"
- synonym:
- overhaul ,
- modernize ,
- modernise
1. Πραγματοποιήστε επισκευές, ανακαινίσεις, αναθεωρήσεις ή προσαρμογές σε
- "Θα πρέπει να αναθεωρήσετε τον κινητήρα του αυτοκινήτου σας"
- "Αναμόρφωση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης"
- συνώνυμο:
- αναμόρφωση ,
- εκσυγχρονίζω
2. Become technologically advanced
- "Many countries in asia are now developing at a very fast pace"
- "Viet nam is modernizing rapidly"
- synonym:
- modernize ,
- modernise ,
- develop
2. Γίνετε τεχνολογικά προηγμένοι
- "Πολλές χώρες στην ασία αναπτύσσονται τώρα με πολύ γρήγορους ρυθμούς"
- "Το βιετνάμ εκσυγχρονίζεται γρήγορα"
- συνώνυμο:
- εκσυγχρονίζω ,
- αναπτύσσω