Translation meaning & definition of the word "moderation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετριοπάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moderation
[Μετριοπάθεια]/mɑdəreʃən/
noun
1. Quality of being moderate and avoiding extremes
- synonym:
- moderation ,
- moderateness
1. Ποιότητα του να είσαι μέτριος και να αποφεύγεις τα άκρα
- συνώνυμο:
- μετριοπάθεια
2. A change for the better
- synonym:
- easing ,
- moderation ,
- relief
2. Μια αλλαγή προς το καλύτερο
- συνώνυμο:
- χαλάρωση ,
- μετριοπάθεια ,
- ανακούφιση
3. The trait of avoiding excesses
- synonym:
- temperance ,
- moderation
3. Το χαρακτηριστικό της αποφυγής των υπερβολών
- συνώνυμο:
- εγκράτεια ,
- μετριοπάθεια
4. The action of lessening in severity or intensity
- "The object being control or moderation of economic depressions"
- synonym:
- moderation ,
- mitigation
4. Η δράση της μείωσης σε σοβαρότητα ή ένταση
- "Το αντικείμενο είναι ο έλεγχος ή η μετριοπάθεια των οικονομικών καταθλίψεων"
- συνώνυμο:
- μετριοπάθεια ,
- μετριασμός
Examples of using
It's best to drink in moderation.
Είναι καλύτερα να πίνετε με μέτρο.