Translation meaning & definition of the word "modeling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοντελοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modeling
[Μοντελοποίηση]/mɑdəlɪŋ/
noun
1. Sculpture produced by molding
- synonym:
- mold ,
- mould ,
- molding ,
- moulding ,
- modeling ,
- clay sculpture
1. Γλυπτική που παράγεται με χύτευση
- συνώνυμο:
- καλούπι ,
- φόρμα ,
- χύτευση ,
- μοντελοποίηση ,
- πήλινο γλυπτό
2. A preliminary sculpture in wax or clay from which a finished work can be copied
- synonym:
- modeling ,
- modelling ,
- molding ,
- moulding
2. Ένα προκαταρκτικό γλυπτό σε κερί ή πηλό από το οποίο μπορεί να αντιγραφεί ένα τελικό έργο
- συνώνυμο:
- μοντελοποίηση ,
- χύτευση
3. The act of representing something (usually on a smaller scale)
- synonym:
- model ,
- modelling ,
- modeling
3. Η πράξη της αναπαράστασης κάτι (συνήθως σε μικρότερη κλίμακα)
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- μοντελοποίηση
Examples of using
I take dancing and modeling lessons.
Παίρνω μαθήματα χορού και μοντελοποίησης.