Translation meaning & definition of the word "model" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοντέλο" στην ελληνική γλώσσα
Model
[Μοντέλο]noun
1. A hypothetical description of a complex entity or process
- "The computer program was based on a model of the circulatory and respiratory systems"
- synonym:
- model ,
- theoretical account ,
- framework
1. Μια υποθετική περιγραφή μιας σύνθετης οντότητας ή διαδικασίας
- "Το πρόγραμμα υπολογιστών βασίστηκε σε ένα μοντέλο του κυκλοφορικού και του αναπνευστικού συστήματος"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- θεωρητικός λογαριασμός ,
- πλαίσιο
2. A type of product
- "His car was an old model"
- synonym:
- model
2. Ένας τύπος προϊόντος
- "Το αυτοκίνητό του ήταν ένα παλιό μοντέλο"
- συνώνυμο:
- μοντέλο
3. A person who poses for a photographer or painter or sculptor
- "The president didn't have time to be a model so the artist worked from photos"
- synonym:
- model ,
- poser
3. Ένα άτομο που ποζάρει για έναν φωτογράφο ή ζωγράφο ή γλύπτη
- "Ο πρόεδρος δεν είχε χρόνο να γίνει μοντέλο, οπότε ο καλλιτέχνης δούλευε από φωτογραφίες"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- πόζερ
4. Representation of something (sometimes on a smaller scale)
- synonym:
- model ,
- simulation
4. Αναπαράσταση κάτι (μερικές φορές σε μικρότερη κλίμακα)
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- προσομοίωση
5. Something to be imitated
- "An exemplar of success"
- "A model of clarity"
- "He is the very model of a modern major general"
- synonym:
- exemplar ,
- example ,
- model ,
- good example
5. Κάτι που πρέπει να μιμηθεί
- "Ένα υπόδειγμα επιτυχίας"
- "Ένα μοντέλο σαφήνειας"
- "Είναι το μοντέλο ενός σύγχρονου μεγάλου στρατηγού"
- συνώνυμο:
- υποδειγματικόσ ,
- παράδειγμα ,
- μοντέλο ,
- καλό παράδειγμα
6. Someone worthy of imitation
- "Every child needs a role model"
- synonym:
- model ,
- role model
6. Κάποιος που αξίζει να μιμηθεί
- "Κάθε παιδί χρειάζεται ένα πρότυπο"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- πρότυπο ρόλου
7. A representative form or pattern
- "I profited from his example"
- synonym:
- model ,
- example
7. Μια αντιπροσωπευτική μορφή ή μοτίβο
- "Επωφελήθηκα από το παράδειγμά του"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- παράδειγμα
8. A woman who wears clothes to display fashions
- "She was too fat to be a mannequin"
- synonym:
- mannequin ,
- manikin ,
- mannikin ,
- manakin ,
- fashion model ,
- model
8. Μια γυναίκα που φοράει ρούχα για να εμφανίσει μόδες
- "Ήταν πολύ χοντρή για να γίνει μανεκέν"
- συνώνυμο:
- μανεκέν ,
- μανίκιν ,
- μαννίκιν ,
- μανακίν ,
- μοντέλο μόδας ,
- μοντέλο
9. The act of representing something (usually on a smaller scale)
- synonym:
- model ,
- modelling ,
- modeling
9. Η πράξη της αναπαράστασης κάτι (συνήθως σε μικρότερη κλίμακα)
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- μοντελοποίηση
verb
1. Plan or create according to a model or models
- synonym:
- model ,
- pattern
1. Σχεδιάστε ή δημιουργήστε σύμφωνα με ένα μοντέλο ή μοντέλα
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- μοτίβο
2. Form in clay, wax, etc
- "Model a head with clay"
- synonym:
- model ,
- mold ,
- mould
2. Μορφή σε πηλό, κερί, κλπ
- "Μοντέλο ένα κεφάλι με πηλό"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- καλούπι ,
- φόρμα
3. Assume a posture as for artistic purposes
- "We don't know the woman who posed for leonardo so often"
- synonym:
- model ,
- pose ,
- sit ,
- posture
3. Αποκτήστε μια στάση ως καλλιτεχνική για σκοπούς
- "Δεν γνωρίζουμε τη γυναίκα που ποζάρει για τον λεονάρντο τόσο συχνά"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- πόζα ,
- κάθομαι ,
- στάση
4. Display (clothes) as a mannequin
- "Model the latest fashion"
- synonym:
- model
4. Εμφάνιση (ουσία) ως μανεκέν
- "Μοντέλο της τελευταίας μόδας"
- συνώνυμο:
- μοντέλο
5. Create a representation or model of
- "The pilots are trained in conditions simulating high-altitude flights"
- synonym:
- model ,
- simulate
5. Δημιουργήστε μια αναπαράσταση ή ένα μοντέλο
- "Οι πιλότοι εκπαιδεύονται σε συνθήκες προσομοίωσης πτήσεων υψηλού υψομέτρου"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- προσομοιώνω
6. Construct a model of
- "Model an airplane"
- synonym:
- model ,
- mock up
6. Κατασκευάστε ένα μοντέλο
- "Μοντέλο αεροπλάνου"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- εμπαίζω
adjective
1. Worthy of imitation
- "Exemplary behavior"
- "Model citizens"
- synonym:
- exemplary ,
- model(a)
1. Αξίζει μίμηση
- "Παραδειγματική συμπεριφορά"
- "Μοντέλο πολιτών"
- συνώνυμο:
- υποδειγματικός ,
- μοντέλο(