Translation meaning & definition of the word "modal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Modal
[Μοντέλο]/moʊdəl/
noun
1. An auxiliary verb (such as `can' or `will') that is used to express modality
- synonym:
- modal auxiliary verb ,
- modal auxiliary ,
- modal verb ,
- modal
1. Ένα βοηθητικό ρήμα (όπως `μπορεί'' ή `θα' ) που χρησιμοποιείται για να εκφράσει την τροπικότητα
- συνώνυμο:
- βοηθητικό ρήμα ,
- βοηθητικό τρόπο ,
- τροποποιημένο ρήμα ,
- τρόπος
adjective
1. Relating to or constituting the most frequent value in a distribution
- "The modal age at which american novelists reach their peak is 30"
- synonym:
- modal(a) ,
- average
1. Σχετικά με ή συνιστώντας τη συχνότερη αξία μιας κατανομής
- "Η μοντέρνα εποχή στην οποία οι αμερικανοί μυθιστοριογράφοι φτάνουν στο αποκορύφωμά τους είναι 30"
- συνώνυμο:
- μοδαλ() ,
- μέσος όρος
2. Of or relating to a musical mode
- Especially written in an ecclesiastical mode
- synonym:
- modal
2. Από ή σχετίζονται με μουσικό τρόπο
- Ειδικά γραμμένο σε εκκλησιαστικό τρόπο
- συνώνυμο:
- τρόπος
3. Relating to or expressing the mood of a verb
- "Modal auxiliary"
- synonym:
- modal
3. Σχετικά με ή εκφράζοντας τη διάθεση ενός ρήματος
- "Τυπικό βοηθητικό"
- συνώνυμο:
- τρόπος