Translation meaning & definition of the word "mockery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mockery
[Κοπρίτσα]/mɑkəri/
noun
1. Showing your contempt by derision
- synonym:
- jeer ,
- jeering ,
- mockery ,
- scoff ,
- scoffing
1. Δείχνοντας την περιφρόνησή σας με εκτροχιασμό
- συνώνυμο:
- τζιέρ ,
- τζηκ ,
- κοροϊδία ,
- αποσυναρμολόγηση ,
- απολέπιση
2. A composition that imitates or misrepresents somebody's style, usually in a humorous way
- synonym:
- parody ,
- lampoon ,
- spoof ,
- sendup ,
- mockery ,
- takeoff ,
- burlesque ,
- travesty ,
- charade ,
- pasquinade ,
- put-on
2. Μια σύνθεση που μιμείται ή παραποιεί το στυλ κάποιου, συνήθως με χιουμοριστικό τρόπο
- συνώνυμο:
- παρωδία ,
- λαμπούν ,
- αποτυχία ,
- αποστολή ,
- κοροϊδία ,
- απογείωση ,
- βουρλίσιοσ ,
- τραβεστί ,
- τσαράντ ,
- πασκινάδα ,
- παρακαμφθεί
3. Humorous or satirical mimicry
- synonym:
- parody ,
- mockery ,
- takeoff
3. Χιουμοριστική ή σατιρική μίμηση
- συνώνυμο:
- παρωδία ,
- κοροϊδία ,
- απογείωση
Examples of using
As a result, he gets something which technically is correct, but in its essence is just a mockery.
Ως αποτέλεσμα, παίρνει κάτι που τεχνικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία του είναι απλά μια κοροϊδία.
We've become a mockery to the whole village.
Έχουμε γίνει μια κοροϊδία σε ολόκληρο το χωριό.