Translation meaning & definition of the word "mock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mock
[Μπουκ]/mɑk/
noun
1. The act of mocking or ridiculing
- "They made a mock of him"
- synonym:
- mock
1. Η πράξη της κοροϊδίας ή της γελοιοποίησης
- "Τον χλεύασαν"
- συνώνυμο:
- κοροϊδεύω
verb
1. Treat with contempt
- "The new constitution mocks all democratic principles"
- synonym:
- mock ,
- bemock
1. Αντιμετωπίστε με περιφρόνηση
- "Το νέο σύνταγμα κλονίζει όλες τις δημοκρατικές αρχές"
- συνώνυμο:
- κοροϊδεύω ,
- μπέμποκ
2. Imitate with mockery and derision
- "The children mocked their handicapped classmate"
- synonym:
- mock
2. Μιμηθείτε με κοροϊδία και εκτροπή
- "Τα παιδιά χλεύαζαν τον συμμαθητή τους με ειδικές ανάγκες"
- συνώνυμο:
- κοροϊδεύω
adjective
1. Constituting a copy or imitation of something
- "Boys in mock battle"
- synonym:
- mock
1. Αποτελεί αντίγραφο ή μίμηση κάποιου πράγματος
- "Αγόρια σε παρακαμπάνα μάχης"
- συνώνυμο:
- κοροϊδεύω
Examples of using
One should be respectful of other's beliefs rather than mock them.
Κάποιος πρέπει να σέβεται τις πεποιθήσεις των άλλων αντί να τις κοροϊδεύει.