Translation meaning & definition of the word "mobility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κινητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mobility
[Κινητικότητα]/moʊbɪləti/
noun
1. The quality of moving freely
- synonym:
- mobility
1. Η ποιότητα της ελεύθερης κίνησης
- συνώνυμο:
- κινητικότητα