Translation meaning & definition of the word "mobile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κινητό" στην ελληνική γλώσσα
Mobile
[Κινητό]noun
1. A river in southwestern alabama
- Flows into mobile bay
- synonym:
- Mobile ,
- Mobile River
1. Ένας ποταμός στη νοτιοδυτική αλαμπάμα
- Ρέει στον κόλπο κινητής
- συνώνυμο:
- Κινητό ,
- Κινητός ποταμός
2. A port in southwestern alabama on mobile bay
- synonym:
- Mobile
2. Ένα λιμάνι στη νοτιοδυτική αλαμπάμα στον κινητό κόλπο
- συνώνυμο:
- Κινητό
3. Sculpture suspended in midair whose delicately balanced parts can be set in motion by air currents
- synonym:
- mobile
3. Γλυπτό που αιωρείται στο μέσο του οποίου τα απαλά ισορροπημένα μέρη μπορούν να τεθούν σε κίνηση από τα ρεύματα αέρα
- συνώνυμο:
- κινητό
adjective
1. Migratory
- "A restless mobile society"
- "The nomadic habits of the bedouins"
- "Believed the profession of a peregrine typist would have a happy future"
- "Wandering tribes"
- synonym:
- mobile ,
- nomadic ,
- peregrine ,
- roving ,
- wandering
1. Μεταναστευτικόσ
- "Μια ανήσυχη κοινωνία κινητής τηλεφωνίας"
- "Οι νομαδικές συνήθειες των βεδουίνων"
- "Πιστεύεται ότι το επάγγελμα ενός περιγεννητή τυπογράφου θα έχει ένα ευτυχισμένο μέλλον"
- "Φυλές που περιφέρονται"
- συνώνυμο:
- κινητό ,
- νομαδική ,
- περιγεννητική ,
- περιπλανώμαι ,
- περιπλάνηση
2. Moving or capable of moving readily (especially from place to place)
- "A mobile missile system"
- "The tongue is...the most mobile articulator"
- synonym:
- mobile
2. Μετακινούμενος ή ικανός να κινηθεί εύκολα (ειδικά από τόπο σε τόπο)
- "Ένα κινητό σύστημα πυραύλων"
- "Η γλώσσα είναι.ο πιο κινητός αρθρωτής"
- συνώνυμο:
- κινητό
3. Having transportation available
- synonym:
- mobile
3. Διαθέσιμη μεταφορά
- συνώνυμο:
- κινητό
4. Capable of changing quickly from one state or condition to another
- "A highly mobile face"
- synonym:
- mobile
4. Ικανή να αλλάξει γρήγορα από τη μια κατάσταση ή την άλλη
- "Ένα πολύ κινητό πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- κινητό
5. Affording change (especially in social status)
- "Britain is not a truly fluid society"
- "Upwardly mobile"
- synonym:
- fluid ,
- mobile
5. Προσφέροντας αλλαγή (ειδικά στην κοινωνική θέση)
- "Η βρετανία δεν είναι μια πραγματικά ρευστή κοινωνία"
- "Εξωστρεφώς κινητό"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- κινητό