Translation meaning & definition of the word "mob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπομπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mob
[Μαστού]/mɑb/
noun
1. A disorderly crowd of people
- synonym:
- mob ,
- rabble ,
- rout
1. Ένα άτακτο πλήθος ανθρώπων
- συνώνυμο:
- όχλοσ ,
- λύσσα ,
- παραλλαγή
2. A loose affiliation of gangsters in charge of organized criminal activities
- synonym:
- syndicate ,
- crime syndicate ,
- mob ,
- family
2. Μια χαλαρή σχέση των γκάνγκστερ που είναι υπεύθυνοι για οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες
- συνώνυμο:
- συνδικάτο ,
- συνδικάτο εγκλήματος ,
- όχλοσ ,
- οικογένεια
3. An association of criminals
- "Police tried to break up the gang"
- "A pack of thieves"
- synonym:
- gang ,
- pack ,
- ring ,
- mob
3. Μια ένωση εγκληματιών
- "Η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τη συμμορία"
- "Ένα πακέτο κλεφτών"
- συνώνυμο:
- συμμορία ,
- πακέτο ,
- δαχτυλίδι ,
- όχλοσ
verb
1. Press tightly together or cram
- "The crowd packed the auditorium"
- synonym:
- throng ,
- mob ,
- pack ,
- pile ,
- jam
1. Πιέστε σφιχτά μαζί ή κράμπες
- "Το πλήθος συσκεύασε το αμφιθέατρο"
- συνώνυμο:
- τραγούδι ,
- όχλοσ ,
- πακέτο ,
- σωρός ,
- μαρμελάδα