Translation meaning & definition of the word "mo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mo
[Μο]/moʊ/
noun
1. An indefinitely short time
- "Wait just a moment"
- "In a mo"
- "It only takes a minute"
- "In just a bit"
- synonym:
- moment ,
- mo ,
- minute ,
- second ,
- bit
1. Επ' αόριστον σύντομο χρονικό διάστημα
- "Περιμένετε μόνο μια στιγμή"
- "Σε μια τζ"
- "Χρειάζεται μόνο ένα λεπτό"
- "Σε λίγο"
- συνώνυμο:
- στιγμή ,
- μο ,
- λεπτό ,
- δεύτερος ,
- λίγο
2. A polyvalent metallic element that resembles chromium and tungsten in its properties
- Used to strengthen and harden steel
- synonym:
- molybdenum ,
- Mo ,
- atomic number 42
2. Ένα πολυδύναμο μεταλλικό στοιχείο που μοιάζει με χρώμιο και βολφράμιο στις ιδιότητές του
- Χρησιμοποιείται για την ενίσχυση και τη σκλήρυνση του χάλυβα
- συνώνυμο:
- μολυβδαίνιο ,
- Μο ,
- ατομικός αριθμός 42
3. A midwestern state in central united states
- A border state during the american civil war, missouri was admitted to the confederacy without actually seceding from the union
- synonym:
- Missouri ,
- Show Me State ,
- MO
3. Μια μεσοδυτική πολιτεία στις κεντρικές ηνωμένες πολιτείες
- Ένα συνοριακό κράτος κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, το μιζούρι έγινε δεκτό στη συνομοσπονδία χωρίς να αποσχίσει από την ένωση
- συνώνυμο:
- Μισσούρι ,
- Δείξε μου Κράτος ,
- ΜΟ