Translation meaning & definition of the word "mixed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναμειγμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mixed
[Μικτός]/mɪkst/
adjective
1. Consisting of a haphazard assortment of different kinds
- "An arrangement of assorted spring flowers"
- "Assorted sizes"
- "Miscellaneous accessories"
- "A mixed program of baroque and contemporary music"
- "A motley crew"
- "Sundry sciences commonly known as social"- i.a.richards
- synonym:
- assorted ,
- miscellaneous ,
- mixed ,
- motley ,
- sundry(a)
1. Αποτελείται από μια ποικιλία διαφορετικών ειδών
- "Μια διάταξη των διάφορων ανοιξιάτικων λουλουδιών"
- "Συντομευμένα μεγέθη"
- "Διάφορα αξεσουάρ"
- "Ένα μικτό πρόγραμμα μπαρόκ και σύγχρονης μουσικής"
- "Ένα πλήρωμα μοτέλευ"
- "Οι επιστήμες της κυριαρχίας είναι κοινώς γνωστές ως κοινωνικές" - ι.α.ρίχαρντς
- συνώνυμο:
- ποικίλλω ,
- διάφορα ,
- μεικτός ,
- μότλεϊ ,
- σουλτεν(Α)
2. Involving or composed of different races
- "Interracial schools"
- "A mixed neighborhood"
- synonym:
- interracial ,
- mixed
2. Συμμετοχή ή αποτελείται από διαφορετικές φυλές
- "Διαφυλετικά σχολεία"
- "Μια μικτή γειτονιά"
- συνώνυμο:
- διαφυλετικόσ ,
- μεικτός
Examples of using
The film received mixed reviews.
Η ταινία έλαβε μικτές κριτικές.
Now you've got me all mixed up.
Τώρα με έχεις μπερδέψει όλη.
She frequently gets sugar and salt mixed up.
Συχνά παίρνει ζάχαρη και αλάτι μπερδεμένα.