Translation meaning & definition of the word "mitigation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιορισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mitigation
[Μετριασμός]/mɪtɪgeʃən/
noun
1. To act in such a way as to cause an offense to seem less serious
- synonym:
- extenuation ,
- mitigation ,
- palliation
1. Να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσει ένα αδίκημα να φαίνεται λιγότερο σοβαρό
- συνώνυμο:
- επιτάχυνση ,
- μετριασμός ,
- παλλοτρίωση
2. A partial excuse to mitigate censure
- An attempt to represent an offense as less serious than it appears by showing mitigating circumstances
- synonym:
- extenuation ,
- mitigation
2. Μια μερική δικαιολογία για τον μετριασμό της μομφής
- Μια προσπάθεια να αντιπροσωπεύσει ένα αδίκημα τόσο λιγότερο σοβαρό από ό, τι φαίνεται, δείχνοντας μετριαστικές περιστάσεις
- συνώνυμο:
- επιτάχυνση ,
- μετριασμός
3. The action of lessening in severity or intensity
- "The object being control or moderation of economic depressions"
- synonym:
- moderation ,
- mitigation
3. Η δράση της μείωσης σε σοβαρότητα ή ένταση
- "Το αντικείμενο είναι ο έλεγχος ή η μετριοπάθεια των οικονομικών καταθλίψεων"
- συνώνυμο:
- μετριοπάθεια ,
- μετριασμός