Translation meaning & definition of the word "misuse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακή χρήση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misuse
[Καταχραστεί]/mɪsjuz/
noun
1. Improper or excessive use
- "Alcohol abuse"
- "The abuse of public funds"
- synonym:
- misuse ,
- abuse
1. Ακατάλληλη ή υπερβολική χρήση
- "Κατάχρηση αλκοόλ"
- "Κατάχρηση δημόσιων κονδυλίων"
- συνώνυμο:
- κατάχρηση ,
- κακοποίηση
verb
1. Apply to a wrong thing or person
- Apply badly or incorrectly
- "The words are misapplied in this context"
- "You are misapplying the name of this religious group"
- synonym:
- misapply ,
- misuse
1. Εφαρμόστε σε λάθος πράγμα ή άτομο
- Εφαρμόστε άσχημα ή λανθασμένα
- "Οι λέξεις εφαρμόζονται εσφαλμένα σε αυτό το πλαίσιο"
- "Εφαρμόζετε παραπλανητικά το όνομα αυτής της θρησκευτικής ομάδας"
- συνώνυμο:
- εφαρμόστε κακώσ ,
- κατάχρηση
2. Change the inherent purpose or function of something
- "Don't abuse the system"
- "The director of the factory misused the funds intended for the health care of his workers"
- synonym:
- pervert ,
- misuse ,
- abuse
2. Αλλάξτε τον εγγενή σκοπό ή τη λειτουργία κάποιου πράγματος
- "Μην καταχραστείτε το σύστημα"
- "Ο διευθυντής του εργοστασίου χρησιμοποίησε καταχρηστικά τα κεφάλαια που προορίζονταν για την υγειονομική περίθαλψη των εργαζομένων του"
- συνώνυμο:
- διεστραμμένοσ ,
- κατάχρηση ,
- κακοποίηση