Translation meaning & definition of the word "mistrust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mistrust
[Δυσπιστία]/mɪstrəst/
noun
1. Doubt about someone's honesty
- synonym:
- misgiving ,
- mistrust ,
- distrust ,
- suspicion
1. Αμφιβολία για την ειλικρίνεια κάποιου
- συνώνυμο:
- ανακρίβεια ,
- δυσφήμηση ,
- δυσφορία ,
- υποψία
2. The trait of not trusting others
- synonym:
- distrust ,
- distrustfulness ,
- mistrust
2. Το χαρακτηριστικό του να μην εμπιστεύεσαι τους άλλους
- συνώνυμο:
- δυσφορία ,
- δυσπιστία ,
- δυσφήμηση
verb
1. Regard as untrustworthy
- Regard with suspicion
- Have no faith or confidence in
- synonym:
- distrust ,
- mistrust ,
- suspect
1. Θεωρήστε ως αναξιόπιστο
- Αντιμετωπίζω την υποψία
- Δεν έχετε πίστη ή εμπιστοσύνη στο
- συνώνυμο:
- δυσφορία ,
- δυσφήμηση ,
- ύποπτος
Examples of using
This has bred more fear and mistrust.
Αυτό έχει εκφράσει περισσότερο φόβο και δυσπιστία.