Translation meaning & definition of the word "mistreat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mistreat
[Κακομεταχειρίζομαι]/mɪstrit/
verb
1. Treat badly
- "This boss abuses his workers"
- "She is always stepping on others to get ahead"
- synonym:
- mistreat ,
- maltreat ,
- abuse ,
- ill-use ,
- step ,
- ill-treat
1. Αντιμετωπίζω άσχημα
- "Αυτό το αφεντικό κακοποιεί τους εργάτες του"
- "Πάντα πατάει στους άλλους για να προχωρήσει"
- συνώνυμο:
- κακομεταχειρίζομαι ,
- κακοποιώ ,
- κακοποίηση ,
- κακή χρήση ,
- βήμα