Translation meaning & definition of the word "mistakenly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mistakenly
[Λανθασμένα]/mɪstekənli/
adverb
1. In a mistaken manner
- "He mistakenly believed it"
- synonym:
- mistakenly ,
- erroneously
1. Με λάθος τρόπο
- "Λανθασμένα το πίστεψε"
- συνώνυμο:
- λανθασμένα
Examples of using
I think I mistakenly deleted that file.
Νομίζω ότι διέγραψα λανθασμένα αυτό το αρχείο.
I accidentally mistakenly took his umbrella.
Πήρα κατά λάθος την ομπρέλα του.
I think I mistakenly deleted that file.
Νομίζω ότι διέγραψα λανθασμένα αυτό το αρχείο.