Translation meaning & definition of the word "missile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραμύθι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Missile
[Πυραύλων]/mɪsəl/
noun
1. A rocket carrying a warhead of conventional or nuclear explosives
- May be ballistic or directed by remote control
- synonym:
- missile
1. Ένας πύραυλος που μεταφέρει μια κεφαλή των συμβατικών ή πυρηνικών εκρηκτικών
- Μπορεί να είναι βαλλιστική ή να κατευθύνεται από τηλεχειριστήριο
- συνώνυμο:
- πύραυλος
2. A weapon that is forcibly thrown or projected at a targets but is not self-propelled
- synonym:
- projectile ,
- missile
2. Ένα όπλο που ρίχνεται βίαια ή προβάλλεται σε στόχους, αλλά δεν είναι αυτοκινούμενο
- συνώνυμο:
- βλήματοσ ,
- πύραυλος