Translation meaning & definition of the word "misshapen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αλήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misshapen
[Μισαπέν]/mɪsʃepən/
adjective
1. So badly formed or out of shape as to be ugly
- "Deformed thalidomide babies"
- "His poor distorted limbs"
- "An ill-shapen vase"
- "A limp caused by a malformed foot"
- "Misshapen old fingers"
- synonym:
- deformed ,
- distorted ,
- ill-shapen ,
- malformed ,
- misshapen
1. Τόσο άσχημα σχηματισμένο ή εκτός σχήματος ώστε να είναι άσχημο
- "Διαμορφωμένα μωρά θαλιδομίδης"
- "Τα φτωχά παραμορφωμένα άκρα του"
- "Ένα κακό-σχηματισμένο βάζο"
- "Ένα χωλό που προκαλείται από ένα κακοποιημένο πόδι"
- "Παλιά δάχτυλα"
- συνώνυμο:
- παραμορφωμένος ,
- αναστατωμένος ,
- ακατάστατοσ ,
- μαστιγώ