Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "miss" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λες" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Miss

[Κυρία]
/mɪs/

noun

1. A young woman

  • "A young lady of 18"
    synonym:
  • girl
  • ,
  • miss
  • ,
  • missy
  • ,
  • young lady
  • ,
  • young woman
  • ,
  • fille

1. Μια νεαρή γυναίκα

  • "Μια νεαρή κοπέλα των 18"
    συνώνυμο:
  • κορίτσι
  • ,
  • απολαμβάνω
  • ,
  • αποτυχημένοσ
  • ,
  • νεαρή κοπέλα
  • ,
  • νεαρή γυναίκα
  • ,
  • φιλέτο

2. A failure to hit (or meet or find etc)

    synonym:
  • miss
  • ,
  • misfire

2. Μια αποτυχία να χτυπήσει ( συναντήσει ή να βρει κ.λπ)

    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω
  • ,
  • παραπλάνηση

3. A form of address for an unmarried woman

    synonym:
  • Miss

3. Μια μορφή διεύθυνσης για μια άγαμη γυναίκα

    συνώνυμο:
  • Κυρία

verb

1. Fail to perceive or to catch with the senses or the mind

  • "I missed that remark"
  • "She missed his point"
  • "We lost part of what he said"
    synonym:
  • miss
  • ,
  • lose

1. Αποτυχία να αντιληφθεί ή να πιάσει με τις αισθήσεις ή το μυαλό

  • "Έχασα αυτή την παρατήρηση"
  • "Έχασε το σημείο του"
  • "Χάσαμε μέρος αυτού που είπε"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω
  • ,
  • χάνω

2. Feel or suffer from the lack of

  • "He misses his mother"
    synonym:
  • miss

2. Νιώθεις ή υποφέρεις από την έλλειψη

  • "Χανει τη μητέρα του"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω

3. Fail to attend an event or activity

  • "I missed the concert"
  • "He missed school for a week"
    synonym:
  • miss

3. Αποτυχία να παρακολουθήσετε μια εκδήλωση ή δραστηριότητα

  • "Έχασα τη συναυλία"
  • "Έχασε το σχολείο για μια εβδομάδα"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω

4. Leave undone or leave out

  • "How could i miss that typo?"
  • "The workers on the conveyor belt miss one out of ten"
    synonym:
  • neglect
  • ,
  • pretermit
  • ,
  • omit
  • ,
  • drop
  • ,
  • miss
  • ,
  • leave out
  • ,
  • overlook
  • ,
  • overleap

4. Αφήστε το να αναιρεθεί ή να φύγει έξω

  • "Πώς να χάσω αυτό το τυπογραφικό λάθος?"
  • "Οι εργαζόμενοι στη ζώνη μεταφορέων χάνουν ένα στα δέκα"
    συνώνυμο:
  • παραμέληση
  • ,
  • προετοιμάζω
  • ,
  • παραλείπω
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • απολαμβάνω
  • ,
  • αφήνω έξω
  • ,
  • παραβλέπω
  • ,
  • υπερχείλιση

5. Fail to reach or get to

  • "She missed her train"
    synonym:
  • miss

5. Αποτυγχάνουν να φτάσουν ή να φτάσουν

  • "Έχασε το τρένο της"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω

6. Be without

  • "This soup lacks salt"
  • "There is something missing in my jewelry box!"
    synonym:
  • miss
  • ,
  • lack

6. Χωρίς

  • "Αυτή η σούπα δεν έχει αλάτι"
  • "Υπάρχει κάτι που λείπει στο κουτί μου!"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω
  • ,
  • έλλειψη

7. Fail to reach

  • "The arrow missed the target"
    synonym:
  • miss

7. Αποτυγχάνω να φτάσω

  • "Το βέλος έχασε το στόχο"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω

8. Be absent

  • "The child had been missing for a week"
    synonym:
  • miss

8. Απουσιάζω

  • "Το παιδί είχε εξαφανιστεί για μια εβδομάδα"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω

9. Fail to experience

  • "Fortunately, i missed the hurricane"
    synonym:
  • miss
  • ,
  • escape

9. Αποτυχία στην εμπειρία

  • "Δυστυχώς, έχασα τον τυφώνα"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω
  • ,
  • διαφυγή

Examples of using

I miss you like the deserts miss the rain.
Μου λείπεις σαν τις ερήμους να χάνουν τη βροχή.
I miss this place.
Μου λείπει αυτό το μέρος.
I miss my parents.
Μου λείπουν οι γονείς μου.