Translation meaning & definition of the word "misogynist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μισογυνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misogynist
[Μισογυνιστήσ]/mɪzəʤɪnɪst/
noun
1. A misanthrope who dislikes women in particular
- synonym:
- misogynist ,
- woman hater
1. Μια μισανθρωπόπη που αντιπαθεί ιδιαίτερα τις γυναίκες
- συνώνυμο:
- μισογύνησ ,
- γυναίκα που μισεί