Translation meaning & definition of the word "mislead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατεύεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mislead
[Παραπλανώ]/mɪslid/
verb
1. Lead someone in the wrong direction or give someone wrong directions
- "The pedestrian misdirected the out-of-town driver"
- synonym:
- mislead ,
- misdirect ,
- misguide ,
- lead astray
1. Οδηγήστε κάποιον προς τη λάθος κατεύθυνση ή δώστε σε κάποιον λάθος κατευθύνσεις
- "Ο πεζός κατευθύνει εσφαλμένα τον οδηγό εκτός πόλης"
- συνώνυμο:
- παραπλανώ ,
- ανακατεύθυνση ,
- οδηγώ την αστραπή
2. Give false or misleading information to
- synonym:
- misinform ,
- mislead
2. Να δώσει ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες σε
- συνώνυμο:
- παραπληροφορεί ,
- παραπλανώ