Translation meaning & definition of the word "misguided" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "περιφρονημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misguided
[Παραπλανημένος]/mɪsgaɪdɪd/
adjective
1. Poorly conceived or thought out
- "An ill-conceived plan to take over the company"
- synonym:
- ill-conceived ,
- misguided
1. Κακή συνέλαβε ή σκέφτηκε
- "Ένα κακό σχέδιο για την ανάληψη της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- αντιληπτός ,
- λανθασμένος
2. Wrong in e.g. opinion or judgment
- "Well-meaning but misguided teachers"
- "A mistaken belief"
- "Mistaken identity"
- synonym:
- misguided ,
- mistaken
2. Λάθος π.χ. γνώμη ή κρίση
- "Καλοπροαίρετοι αλλά λανθασμένοι δάσκαλοι"
- "Λανθασμένη πεποίθηση"
- "Λανθασμένη ταυτότητα"
- συνώνυμο:
- λανθασμένος ,
- λάθος