Translation meaning & definition of the word "misery" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "πολυτέλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misery
[Παραπλάνηση]/mɪzəri/
noun
1. A state of ill-being due to affliction or misfortune
- "The misery and wretchedness of those slums is intolerable"
- synonym:
- misery ,
- wretchedness ,
- miserableness
1. Μια κατάσταση κακής ευημερίας λόγω θλίψης ή ατυχίας
- "Η δυστυχία και η αθλιότητα αυτών των φτωχογειτονιών είναι απαράδεκτη"
- συνώνυμο:
- δυστυχία ,
- απάθεια ,
- απερισκεψία
2. A feeling of intense unhappiness
- "She was exhausted by her misery and grief"
- synonym:
- misery
2. Αίσθηση έντονης δυστυχίας
- "Είχε εξαντληθεί από τη δυστυχία και τη θλίψη της"
- συνώνυμο:
- δυστυχία
Examples of using
His cup of misery was full.
Το ποτήρι της δυστυχίας του ήταν γεμάτο.
That landslide produced a lot of misery.
Αυτή η κατολίσθηση προκάλεσε μεγάλη δυστυχία.