Translation meaning & definition of the word "miserly" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "κακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Miserly
[Σοβαρά]/maɪzərli/
adjective
1. (used of persons or behavior) characterized by or indicative of lack of generosity
- "A mean person"
- "He left a miserly tip"
- synonym:
- mean ,
- mingy ,
- miserly ,
- tight
1. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή συμπεριφορά) που χαρακτηρίζεται ή ενδεικτικό έλλειψης γενναιοδωρίας
- "Ένας κακός άνθρωπος"
- "Άφησε μια μίζερη άκρη"
- συνώνυμο:
- μέσος ,
- ανακατεμένοσ ,
- παραπλανητικά ,
- σφιχτός