Translation meaning & definition of the word "misconduct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misconduct
[Παραπτωματικόσ]/mɪskɑndəkt/
noun
1. Bad or dishonest management by persons supposed to act on another's behalf
- synonym:
- misconduct
1. Κακή ή ανέντιμη διαχείριση από άτομα που υποτίθεται ότι ενεργούν για λογαριασμό άλλου
- συνώνυμο:
- παραπλανώ
2. Activity that transgresses moral or civil law
- "He denied any wrongdoing"
- synonym:
- wrongdoing ,
- wrongful conduct ,
- misconduct ,
- actus reus
2. Δραστηριότητες που παραβιάζουν το ηθικό ή το αστικό δίκαιο
- "Αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικία"
- συνώνυμο:
- αδίκημα ,
- λανθασμένη συμπεριφορά ,
- παραπλανώ ,
- ακτούς Ρέους
verb
1. Behave badly
- "The children misbehaved all morning"
- synonym:
- misbehave ,
- misconduct ,
- misdemean
1. Συμπεριφερθείτε άσχημα
- "Τα παιδιά συμπεριφέρθηκαν άσχημα όλο το πρωί"
- συνώνυμο:
- ανακριβής ,
- παραπλανώ ,
- κακή διαδήλωση
2. Manage badly or incompetently
- "The funds were mismanaged"
- synonym:
- mismanage ,
- mishandle ,
- misconduct
2. Διαχειριστείτε άσχημα ή ανίκανα
- "Τα χρήματα διαχειρίστηκαν κακοδιαχείριση"
- συνώνυμο:
- κακοδιαχείριση ,
- αναλαμπή ,
- παραπλανώ