Translation meaning & definition of the word "mischief" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίφαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mischief
[Κακοτυχία]/mɪsʧəf/
noun
1. Reckless or malicious behavior that causes discomfort or annoyance in others
- synonym:
- mischief ,
- mischief-making ,
- mischievousness ,
- deviltry ,
- devilry ,
- devilment ,
- rascality ,
- roguery ,
- roguishness ,
- shenanigan
1. Απερίσκεπτη ή κακόβουλη συμπεριφορά που προκαλεί δυσφορία ή ενόχληση σε άλλους
- συνώνυμο:
- ανακρίβεια ,
- αντιφατική ,
- αναταραχή ,
- αποβάθρα ,
- διαβολική ,
- διάβολο ,
- αχρειότητα ,
- παλαβός ,
- αποπνικτικότητα ,
- σενανίγκαν
2. The quality or nature of being harmful or evil
- synonym:
- maleficence ,
- mischief ,
- balefulness
2. Η ποιότητα ή η φύση του να είναι επιβλαβής ή κακός
- συνώνυμο:
- κακοτυχία ,
- ανακρίβεια ,
- αποτυχία
Examples of using
That child is full of mischief.
Αυτό το παιδί είναι γεμάτο από αναστάτωση.
Thoughtless speech may give rise to great mischief.
Η απερίσκεπτη ομιλία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση.
Alcohol has done great mischief to his body.
Το αλκοόλ έχει κάνει μεγάλη κακία στο σώμα του.