Translation meaning & definition of the word "misbehave" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Misbehave
[Κακοποιώ]/mɪsbəhev/
verb
1. Behave badly
- "The children misbehaved all morning"
- synonym:
- misbehave ,
- misconduct ,
- misdemean
1. Συμπεριφερθείτε άσχημα
- "Τα παιδιά συμπεριφέρθηκαν άσχημα όλο το πρωί"
- συνώνυμο:
- ανακριβής ,
- παραπλανώ ,
- κακή διαδήλωση