Translation meaning & definition of the word "mirrored" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατακόκκινο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mirrored
[Καθρεφτίζω]/mɪrərd/
adjective
1. Like or characteristic of a mirror image
- synonym:
- mirrored
1. Όπως ή χαρακτηριστικό μιας εικόνας καθρέφτη
- συνώνυμο:
- καθρεφτίζω
Examples of using
Tom was wearing mirrored sunglasses and a black baseball cap.
Ο Τομ φορούσε καθρέφτη γυαλιά ηλίου και ένα μαύρο καπέλο του μπέιζμπολ.
The moon was mirrored in the lake.
Το φεγγάρι αντικατοπτρίζεται στη λίμνη.