Translation meaning & definition of the word "miro" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μίρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Miro
[Μίρο]/mɪroʊ/
noun
1. New zealand conifer used for lumber
- The dark wood is used for interior carpentry
- synonym:
- miro ,
- black pine ,
- Prumnopitys ferruginea ,
- Podocarpus ferruginea
1. Κωνοφόρα νέας ζηλανδίας που χρησιμοποιούνται για ξυλεία
- Το σκούρο ξύλο χρησιμοποιείται για την εσωτερική ξυλουργική
- συνώνυμο:
- μίρο ,
- μαύρο πεύκο ,
- Φυσητότητες σιδηρουργείου ,
- Φερυγγοφάγο
2. Spanish surrealist painter (1893-1983)
- synonym:
- Miro ,
- Joan Miro
2. Ισπανός σουρεαλιστής ζωγράφος (1893-1983)
- συνώνυμο:
- Μίρο ,
- Τζόαν Μίρο