Translation meaning & definition of the word "mire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατεύουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mire
[Μαντρί]/maɪr/
noun
1. A soft wet area of low-lying land that sinks underfoot
- synonym:
- mire ,
- quagmire ,
- quag ,
- morass ,
- slack
1. Μια μαλακή υγρή περιοχή χαμηλού υψομέτρου γης που βυθίζεται κάτω από τα πόδια
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- τεμπέλησ ,
- τετράγωνο ,
- παραφουσκωμένοσ ,
- χαλαρός
2. Deep soft mud in water or slush
- "They waded through the slop"
- synonym:
- slop ,
- mire
2. Βαθιά μαλακή λάσπη στο νερό ή λάσπη
- "Πέρασαν μέσα από το χαστούκι"
- συνώνυμο:
- πλημμυρίζω ,
- ανακατώνω
3. A difficulty or embarrassment that is hard to extricate yourself from
- "The country is still trying to climb out of the mire left by its previous president"
- "Caught in the mire of poverty"
- synonym:
- mire
3. Μια δυσκολία ή αμηχανία που είναι δύσκολο να απαλλαγείτε από
- "Η χώρα εξακολουθεί να προσπαθεί να βγει από το λεπτό που άφησε ο προηγούμενος πρόεδρός της"
- "Πιάστηκε στο βούρκο της φτώχειας"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω
verb
1. Entrap
- "Our people should not be mired in the past"
- synonym:
- entangle ,
- mire
1. Παγιδεύω
- "Οι άνθρωποί μας δεν πρέπει να βυθίζονται στο παρελθόν"
- συνώνυμο:
- εμπλέκω ,
- ανακατώνω
2. Cause to get stuck as if in a mire
- "The mud mired our cart"
- synonym:
- mire ,
- bog down
2. Αιτία να κολλήσει σαν σε μια λεπτομέρεια
- "Η λάσπη βύθισε το καλάθι μας"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- πετώ
3. Be unable to move further
- "The car bogged down in the sand"
- synonym:
- grind to a halt ,
- get stuck ,
- bog down ,
- mire
3. Δεν μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω
- "Το αυτοκίνητο βούτηξε στην άμμο"
- συνώνυμο:
- αναστέλλω ,
- κολλάω ,
- πετώ ,
- ανακατώνω
4. Soil with mud, muck, or mire
- "The child mucked up his shirt while playing ball in the garden"
- synonym:
- mire ,
- muck ,
- mud ,
- muck up
4. Χώμα με λάσπη, λάσπη ή λάσπη
- "Το παιδί κούνησε το πουκάμισό του ενώ έπαιζε μπάλα στον κήπο"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- μακ ,
- λάσπη ,
- πατώ