Translation meaning & definition of the word "mirage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mirage
[Θαύμα]/mərɑʒ/
noun
1. An optical illusion in which atmospheric refraction by a layer of hot air distorts or inverts reflections of distant objects
- synonym:
- mirage
1. Μια οπτική ψευδαίσθηση κατά την οποία η ατμοσφαιρική διάθλαση από ένα στρώμα θερμού αέρα διαστρεβλώνει ή αναστρέφει απομακρυσμένα αντικείμενα
- συνώνυμο:
- αντικατοπτρισμός
2. Something illusory and unattainable
- synonym:
- mirage
2. Κάτι απατηλό και ανέφικτο
- συνώνυμο:
- αντικατοπτρισμός