Translation meaning & definition of the word "miraculous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θαυματουργό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Miraculous
[Θαυματουργό]/mərækjələs/
adjective
1. Being or having the character of a miracle
- synonym:
- marvelous ,
- marvellous ,
- miraculous
1. Είναι ή έχει το χαρακτήρα ενός θαύματος
- συνώνυμο:
- θαυμάσιος ,
- θαυματουργό
2. Peculiarly fortunate or appropriate
- As if by divine intervention
- "A heaven-sent rain saved the crops"
- "A providential recovery"
- synonym:
- heaven-sent ,
- providential ,
- miraculous
2. Ιδιαίτερα τυχερός ή κατάλληλος
- Σαν να είναι η θεϊκή παρέμβαση
- "Μια βροχή που έστειλε τον ουρανό έσωσε τις καλλιέργειες"
- "Προβλεπτική ανάκαμψη"
- συνώνυμο:
- παράδεισος ,
- προνοητικόσ ,
- θαυματουργό
Examples of using
What miraculous sign can you show us to prove your authority to do all this?
Ποιο θαυματουργό σημάδι μπορείτε να μας δείξετε για να αποδείξετε την εξουσία σας να κάνετε όλα αυτά?