Translation meaning & definition of the word "minuscule" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μικροσκοπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Minuscule
[Μικροσκοπικό]/mɪnəskjul/
noun
1. The characters that were once kept in bottom half of a compositor's type case
- synonym:
- small letter ,
- lowercase ,
- lower-case letter ,
- minuscule
1. Οι χαρακτήρες που κάποτε κρατήθηκαν στο κάτω μισό της θήκης ενός συνθέτη
- συνώνυμο:
- μικρό γράμμα ,
- πεζά ,
- γράμμα κάτω περιπτώσεων ,
- ελάχιστοσ
2. A small cursive script developed from uncial between the 7th and 9th centuries and used in medieval manuscripts
- synonym:
- minuscule
2. Ένα μικρό καταραμένο σενάριο αναπτύχθηκε από το 7ο έως τον 9ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε σε μεσαιωνικά χειρόγραφα
- συνώνυμο:
- ελάχιστοσ
adjective
1. Of or relating to a small cursive script developed from uncial
- 7th to 9th centuries
- synonym:
- minuscule ,
- minuscular
1. Από ή σχετίζονται με ένα μικρό καταραμένο σενάριο που αναπτύχθηκε από μοναδικό
- 7ος έως 9ος αιώνας
- συνώνυμο:
- ελάχιστοσ ,
- μείον
2. Lowercase
- "Little a"
- "Small a"
- "E.e.cummings's poetry is written all in minuscule letters"
- synonym:
- little ,
- minuscule ,
- small
2. Πεζά
- "Μικρό α"
- "Μικρό ένα"
- "Η ποίηση των καλοφαγάδων είναι γραμμένη με μικροσκοπικά γράμματα"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- ελάχιστοσ ,
- μικρός
3. Very small
- "A minuscule kitchen"
- "A minuscule amount of rain fell"
- synonym:
- minuscule ,
- miniscule
3. Πολύ μικρό
- "Μια μικροσκοπική κουζίνα"
- "Μια μικροσκοπική ποσότητα βροχής έπεσε"
- συνώνυμο:
- ελάχιστοσ ,
- μικροσκοπικό