Translation meaning & definition of the word "minster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μίνστερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Minster
[Μεταλλωρύχος]/mɪnstər/
noun
1. Any of certain cathedrals and large churches
- Originally connected to a monastery
- synonym:
- minster
1. Οποιοσδήποτε από ορισμένους καθεδρικούς ναούς και μεγάλες εκκλησίες
- Αρχικά συνδεδεμένο με μοναστήρι
- συνώνυμο:
- μίνστερ