Translation meaning & definition of the word "minority" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μειονότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Minority
[Μειονότητα]/maɪnɔrəti/
noun
1. A group of people who differ racially or politically from a larger group of which it is a part
- synonym:
- minority
1. Μια ομάδα ανθρώπων που διαφέρουν φυλετικά ή πολιτικά από μια μεγαλύτερη ομάδα της οποίας αποτελεί μέρος
- συνώνυμο:
- μειονότητα
2. Being or relating to the smaller in number of two parts
- "When the vote was taken they were in the minority"
- "He held a minority position"
- synonym:
- minority
2. Όντας ή σχετίζονται με το μικρότερο σε αριθμό δύο μερών
- "Όταν έγινε η ψηφοφορία, βρίσκονταν στη μειοψηφία"
- "Κατείχε θέση μειοψηφίας"
- συνώνυμο:
- μειονότητα
3. Any age prior to the legal age
- synonym:
- minority ,
- nonage
3. Οποιαδήποτε ηλικία πριν από τη νόμιμη ηλικία
- συνώνυμο:
- μειονότητα ,
- μη ηλικία
Examples of using
April is the national minority health month.
Ο Απρίλιος είναι ο μήνας υγείας της εθνικής μειονότητας.