Translation meaning & definition of the word "mink" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βύθιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mink
[Μινκ]/mɪŋk/
noun
1. The expensive fur of a mink
- synonym:
- mink
1. Η ακριβή γούνα ενός βιζόν
- συνώνυμο:
- μινκ
2. Fur coat made from the soft lustrous fur of minks
- synonym:
- mink ,
- mink coat
2. Γούνινο παλτό από τη μαλακή λαμπερή γούνα των μινκ
- συνώνυμο:
- μινκ ,
- παλτό του βραχίονα
3. Slender-bodied semiaquatic mammal having partially webbed feet
- Valued for its fur
- synonym:
- mink
3. Λεπτό-σωματικό ημι-υγρό θηλαστικό που έχει μερικώς παγιδευμένα πόδια
- Εκτιμάται για τη γούνα του
- συνώνυμο:
- μινκ