Translation meaning & definition of the word "minimum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελάχιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Minimum
[Ελάχιστο]/mɪnəməm/
noun
1. The smallest possible quantity
- synonym:
- minimum ,
- lower limit
1. Η μικρότερη δυνατή ποσότητα
- συνώνυμο:
- ελάχιστο ,
- χαμηλότερο όριο
2. The point on a curve where the tangent changes from negative on the left to positive on the right
- synonym:
- minimum
2. Το σημείο σε μια καμπύλη όπου η εφαπτόμενη μεταβάλλεται από αρνητική στα αριστερά σε θετική στα δεξιά
- συνώνυμο:
- ελάχιστο
adjective
1. The least possible
- "Needed to enforce minimal standards"
- "Her grades were minimal"
- "Minimum wage"
- "A minimal charge for the service"
- synonym:
- minimal ,
- minimum
1. Το λιγότερο δυνατό
- "Απαιτείται να εφαρμοστούν ελάχιστα πρότυπα"
- "Οι βαθμοί της ήταν ελάχιστοι"
- "Ελάχιστος μισθός"
- "Ελάχιστη χρέωση για την υπηρεσία"
- συνώνυμο:
- ελάχιστοσ ,
- ελάχιστο
Examples of using
What's the minimum salary in Georgia?
Ποιος είναι ο ελάχιστος μισθός στη Γεωργία?
What's the minimum wage in your country?
Ποιος είναι ο κατώτατος μισθός στη χώρα σας?
The damage was held to a minimum.
Η ζημιά προκλήθηκε στο ελάχιστο.