Translation meaning & definition of the word "minimal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελάχιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Minimal
[Ελάχιστοσ]/mɪnəməl/
adjective
1. The least possible
- "Needed to enforce minimal standards"
- "Her grades were minimal"
- "Minimum wage"
- "A minimal charge for the service"
- synonym:
- minimal ,
- minimum
1. Το λιγότερο δυνατό
- "Απαιτείται να εφαρμοστούν ελάχιστα πρότυπα"
- "Οι βαθμοί της ήταν ελάχιστοι"
- "Ελάχιστος μισθός"
- "Ελάχιστη χρέωση για την υπηρεσία"
- συνώνυμο:
- ελάχιστοσ ,
- ελάχιστο