Translation meaning & definition of the word "ming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "με" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ming
[Μινγκ]/mɪŋ/
noun
1. The imperial dynasty of china from 1368 to 1644
- synonym:
- Ming ,
- Ming dynasty
1. Η αυτοκρατορική δυναστεία της κίνας από το 1368 έως το 1644
- συνώνυμο:
- Μινγκ ,
- Δυναστεία Μινγκ