Translation meaning & definition of the word "minded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνεύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Minded
[Διατυπωμένοσ]/maɪndəd/
adjective
1. (used in combination) mentally oriented toward something specified
- "Civic-minded"
- "Career-minded"
- synonym:
- minded
1. (χρησιμοποιείται σε συνδυασμό) διανοητικά προσανατολισμένο προς κάτι καθορισμένο
- "Πολιτικός"
- "Καριεραμένος"
- συνώνυμο:
- προφυλαγμένοσ
2. (usually followed by `to') naturally disposed toward
- "He is apt to ignore matters he considers unimportant"
- "I am not minded to answer any questions"
- synonym:
- apt(p) ,
- disposed(p) ,
- given(p) ,
- minded(p) ,
- tending(p)
2. (συνήθως ακολουθείται από ```) φυσικά διατεθειμένο προς
- "Είναι ικανός να αγνοεί τα πράγματα που θεωρεί ασήμαντα"
- "Δεν με πειράζει να απαντήσω σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις"
- συνώνυμο:
- απτ() ,
- ΔΙΣ()<TAG1> ,
- δεδομένη() ,
- νοοτροπ() ,
- τεν()