Translation meaning & definition of the word "mind" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νους" στην ελληνική γλώσσα
Mind
[Μυαλό]noun
1. That which is responsible for one's thoughts and feelings
- The seat of the faculty of reason
- "His mind wandered"
- "I couldn't get his words out of my head"
- synonym:
- mind ,
- head ,
- brain ,
- psyche ,
- nous
1. Αυτό που είναι υπεύθυνο για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του
- Η έδρα της σχολής της λογικής
- "Το μυαλό του περιπλανήθηκε"
- "Δεν μπορούσα να βγάλω τα λόγια του από το μυαλό μου"
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- κεφαλή ,
- εγκέφαλος ,
- ψυχή ,
- νου
2. Recall or remembrance
- "It came to mind"
- synonym:
- mind
2. Ανάκληση ή μνήμη
- "Μου ήρθε στο μυαλό"
- συνώνυμο:
- μυαλό
3. An opinion formed by judging something
- "He was reluctant to make his judgment known"
- "She changed her mind"
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- mind
3. Μια άποψη που διαμορφώνεται με το να κρίνεις κάτι
- "Ήταν απρόθυμος να γνωστοποιήσει την κρίση του"
- "Άλλαξε γνώμη"
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- μυαλό
4. An important intellectual
- "The great minds of the 17th century"
- synonym:
- thinker ,
- creative thinker ,
- mind
4. Ένας σημαντικός διανοούμενος
- "Τα μεγάλα μυαλά του 17ου αιώνα"
- συνώνυμο:
- στοχαστήσ ,
- δημιουργικός στοχαστής ,
- μυαλό
5. Attention
- "Don't pay him any mind"
- synonym:
- mind
5. Προσοχή
- "Μην του πληρώσεις κανένα μυαλό"
- συνώνυμο:
- μυαλό
6. Your intention
- What you intend to do
- "He had in mind to see his old teacher"
- "The idea of the game is to capture all the pieces"
- synonym:
- mind ,
- idea
6. Η πρόθεσή σας
- Τι σκοπεύετε να κάνετε
- "Είχε στο μυαλό του να δει τον παλιό του δάσκαλο"
- "Η ιδέα του παιχνιδιού είναι να συλλάβει όλα τα κομμάτια"
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- ιδέα
7. Knowledge and intellectual ability
- "He reads to improve his mind"
- "He has a keen intellect"
- synonym:
- mind ,
- intellect
7. Γνώση και πνευματική ικανότητα
- "Διαβάζει για να βελτιώσει το μυαλό του"
- "Έχει έντονη διάνοια"
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- διάνοια
verb
1. Be offended or bothered by
- Take offense with, be bothered by
- "I don't mind your behavior"
- synonym:
- mind
1. Προσβάλλεστε ή ενοχλείστε από
- Προσβάλλω, ενοχλώ
- "Δεν με πειράζει η συμπεριφορά σου"
- συνώνυμο:
- μυαλό
2. Be concerned with or about something or somebody
- synonym:
- mind
2. Να ανησυχείτε για κάτι ή κάποιον
- συνώνυμο:
- μυαλό
3. Be in charge of or deal with
- "She takes care of all the necessary arrangements"
- synonym:
- take care ,
- mind
3. Να είστε υπεύθυνοι ή να ασχοληθείτε με
- "Φροντίζει για όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις"
- συνώνυμο:
- προσέχω ,
- μυαλό
4. Pay close attention to
- Give heed to
- "Heed the advice of the old men"
- synonym:
- heed ,
- mind ,
- listen
4. Δώστε ιδιαίτερη προσοχή στο
- Δίνω προσοχή
- "Έλαβε τη συμβουλή των ηλικιωμένων"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- μυαλό ,
- ακούω
5. Be on one's guard
- Be cautious or wary about
- Be alert to
- "Beware of telephone salesmen"
- synonym:
- beware ,
- mind
5. Να είσαι στη φρουρά κάποιου
- Να είστε προσεκτικοί ή επιφυλακτικοί
- Είμαι προσεκτικός
- "Προσοχή στους πωλητές τηλεφώνου"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- μυαλό
6. Keep in mind
- synonym:
- mind ,
- bear in mind
6. Λαμβάνω υπόψη
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- λαμβάνω υπόψη