Translation meaning & definition of the word "mincer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετανάστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mincer
[Μεταλλωρύχος]/mɪnsər/
noun
1. A kitchen utensil that cuts or chops food (especially meat) into small pieces
- synonym:
- mincer ,
- mincing machine
1. Ένα σκεύος κουζίνας που κόβει ή παγώνει τα τρόφιμα (ειδικά κρεατ) σε μικρά κομμάτια
- συνώνυμο:
- εξορύσσων ,
- μηχανή εξόρυξης